- υποκρίτρια
- [ипокритриа] ουσ. 9. лицемерка, актриса, артистка,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
υποκριτής — ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν [ὑποκρίνομαι] 1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός 2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται αρχ. 1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι 2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων… … Dictionary of Greek
Κουάν Χαν τσινγκ — (Kuan Han Ch’ing, 1241; –1320). Κινέζος θεατρικός συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους δραματουργούς του Πέιτσου (θέατρο του Βορρά) της μογγολικής περιόδου. Έγραψε περισσότερα από εξήντα δραματικά έργα, από τα οποία σώθηκαν δεκαεπτά.… … Dictionary of Greek